Εστερχάζι

Εστερχάζι
(Esterhάzy). Επώνυμο μιας από τις αρχαιότερες οικογένειες της Ουγγαρίας, που υποστηρίζεται ότι καταγόταν από τον Παύλο Εστόρα, απόγονο του Αττίλα. Η οικογένεια Έ. διαιρέθηκε σε διάφορους κλάδους, τους Γκάλανθα, Φράκνο, Τσέσνεκ και Ζόλιομ. Οι Γκάλανθα πήραν τον τίτλο του πρίγκιπα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι υπόλοιποι τον τίτλο του κόμη. Η οικογένεια E. δραστηριοποιήθηκε κυρίως τον 17o αι. Από αυτήν ξεχώρισαν τότε πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι, εκκλησιαστικοί και πολιτικοί. Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Νικόλαος (1582 – 1645). Προσηλυτίστηκε στον καθολικισμό και έγινε αντιβασιλέας της Ουγγαρίας. 2. Παύλος (1635 – 1713). Γιος του προηγούμενου. Ως στρατηγός, πήρε μέρος στους πολέμους κατά των Τούρκων. Εξελέγη αντιβασιλέας (1681) και αργότερα του δόθηκε και το προνόμιο της κοπής νομισμάτων (1687). 3. Νικόλαος (1765 –1833). Στρατηγός και διπλωμάτης. Προστάτευε τις τέχνες και ο ίδιος ήταν συλλέκτης ζωγραφικών έργων (Πινακοθήκη Ε. της Ακαδημίας της Βουδαπέστης). 4. Παύλος-Αντώνιος (1786 – 1866). Διπλωμάτης. Πήρε μέρος στο εθνικό φιλελεύθερο κίνημα του 1848 και διετέλεσε υπουργός των Εξωτερικών. 5. Κόμης Μαυρίκιος (1881 – 1947). Από κληρονομικό δικαίωμα υπήρξε μέλος του Συμβουλίου των Ευγενών, βουλευτής (1906-18) και πρόεδρος της κυβέρνησης (Ιούνιος-Αύγουστος του 1917). 6. Ιωάννης (τέλη 19ου – αρχές 20ου αι.). Ούγγρος πολιτικός της Σλοβακίας και αντιπρόσωπος της ουγγρικής μειονότητας στη Βουλή της Πράγας στο διάστημα του μεσοπόλεμου. Έγινε πρόεδρος του φιλοχιτλερικού Ενιαίου Χριστιανοκοινωνικού και Εθνικού Ουγγρικού Κόμματος. Καταδικάστηκε σε θάνατο μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εστερχάζι, Μαρί Σάρλ Φερντινάν Βαλσέν — (Marie Charles Ferdinand Walsin Esterhazy, 1847 – 1923). Γάλλος αξιωματικός, ουγγρικής καταγωγής. Ανήκε στο γενικό επιτελείο του γαλλικού στρατού, θέση την οποία χρησιμοποίησε το 1893 για να συνεργαστεί στην κλοπή εμπιστευτικών στρατιωτικών… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μπούργκενλαντ — (Burgenland). Ομόσπονδη επαρχία (3.965 τ. χλμ., 277.569 κάτ.) της Αυστρίας, στο ανατολικό άκρο της χώρας. Πρωτεύουσα είναι η Άιζενστατ (11.300 κάτ.), γεωργικό και εμπορικό κέντρο με μερικά ενδιαφέροντα μνημεία, όπως ο πύργος Εστερχάζι, που… …   Dictionary of Greek

  • Ντόνερ, Γκέοργκ Ράφαελ — (Georg RaphaelDonner, Έσλινγκεν, Βιέννη 1693 – 1741). Αυστριακός γλύπτης. Αντιπροσωπεύει το κλασικιστικό και αρκαδικό ρεύμα της αυστριακής γλυπτικής που –όπως στην Ιταλία και στη Γαλλία– αντιτάχτηκε από το τέλος του 17ου αι. στην πομπώδη μπαρόκ… …   Dictionary of Greek

  • Χάιδν, Φραντς Γιόζεφ — (Haydn, Ρόραου, Κάτω Αυστρία 1732 – Βιέννη 1809). Ορθή προφορά: Χάιντν. Αυστριακός συνθέτης. Η παιδική ζωή του X. –ο οποίος στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού αναγνωρίστηκε αργότερα ως πατέρας της νεότερης μουσικής– έφερε τη σφραγίδα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”